«Δεν ήξερα ότι ο τρόπος με τον οποίο μου μιλούσε η μητέρα μου, δεν ήταν ο τρόπος που άλλες μητέρες μιλούσαν στις κόρες τους. Ήμουν μοναχοπαίδι και η συνεχής κριτική και ταπείνωσή της, με έκανε να αισθάνομαι άσχημα για τον εαυτό μου και να διπλασιάσω τις προσπάθειές μου για να την ευχαριστήσω. Περισσότερο απ’ όλα, ήθελα η μητέρα μου να είναι ευχαριστημένη με μένα. Ήμουν περίπου 30 ετών πριν συνειδητοποίησω ότι δεν υπήρχε τίποτα φυσιολογικό στο πώς μου μιλούσε. Όχι ότι η αναγνώριση με βοήθησε πολύ, επειδή ήθελα ακόμα να την ευχαριστήσω. Στα 50 μου πλέον, προσπαθώ ακόμα να συνέλθω», Αϊλίν.
«Ήξερα ότι το ξύλο ήταν κάτι άσχημο. Όσον αφορά στη λεκτική κακοποίηση, ποτέ δεν πίστευα ότι ήταν φυσιολογική ή αφύσικη αυτή καθ’ αυτή, δεν ήταν καν αντιληπτό ότι αυτό που μου συνέβαινε ήταν κακοποίηση. Νομίζω ότι ο μηχανισμός επιβίωσής μου καταπιεζόταν, χωρίς γνώση του σκοπού του. Ήξερα ότι δεν μου επιτρεπόταν ποτέ να θυμώνω. Ήξερα ότι κάτι πήγαινε στραβά αλλά δεν σκέφτηκα ποτέ να μιλήσω γι’ αυτό με έναν δάσκαλό μου. Διάβασα πολλά βιβλία με ανθρώπους που ήταν ήρωες επειδή ήθελα να είμαι σαν αυτούς», Τζοέλ, 39 ετών.
«Είμαι πολύ επικριτική προς τον εαυτό μου και υπερβολικά ευαίσθητη. Έχω μια πολύ φτωχή, σχεδόν δυσμορφική εικόνα για τον εαυτό μου, παρ’ όλο που έχω καταφέρει πολλά πράγματα, υπερ-αναλύω τις προθέσεις των άλλων ανθρώπων περιμένοντας να με απορρίψουν. Δεν είμαι κοινωνική και μπορεί να γίνω πολύ αρνητική, αναρωτιέμαι αν αναζητώ τα καταθλιπτικά συναισθήματα – μου αρέσουν τα μελαγχολικά τραγούδια ή οι ιστορίες. Ένας από τους μεγαλύτερους φόβους αλλά και κίνητρό μου, είναι να μην είμαι αρκετή για κάποιον που νοιάζομαι».
«Ο τρόπος με τον οποίο ο πατέρας μου μού συμπεριφερόταν, με έκανε να νιώθω ευάλωτος στη βία. Αυτό που έκανε ο αδελφός μου ήταν χειρότερο, καθώς με έκανε να νιώθω αβοήθητος απέναντι όχι μόνο στη βία, αλλά και στην αλαζονική απόρριψη, στην επιθετική υπονόμευση όταν δεν αισθανόμουν ότι βρισκόμουν σε θέση δύναμης. Με λίγα λόγια, με έκανε να νιώθω φοβισμένος και δειλός. Περισσότερο διακριτική, χωρίς ίχνος σωματικής βίας, χωρίς να υψώσει επιβριστική φωνή, αλλά πάντα αγανακτισμένη και επίμονη, αυτό που έκανε η μητέρα μου, με άφησε με μια βαθιά αίσθηση προδοσίας και εγκατάλειψης, που εξακολουθώ να αισθάνομαι».
«Η ανάκαμψη από τη λεκτική κακοποίηση είναι μια διαδικασία. Θα έλεγα ότι νιώθω καλά τώρα όταν συνειδητοποιώ ότι είναι η φωνή της μητέρας μου στο μυαλό μου και δεν είναι η πραγματικότητα της κατάστασης. Έκανα ψυχοθεραπεία για μερικά χρόνια και κάθε συνεδρία με βοήθησε να συνειδητοποιήσω το βάθος της κακοποίησης. Πίστευα ότι κάθε οικογένεια ήταν σαν τη δική μου, μέχρι που ξύπνησα σε ηλικία 39 ετών και συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να φτάσω στη ρίζα του άγχους μου. Δεν μου άρεσε να μιλάω για τη μητέρα μου στη θεραπεία επειδή δεν ήθελα να της δώσω ούτε ένα λεπτό του χρόνου μου, αλλά μόλις το έκανα, ξέσπασα και ο ψυχολόγος με βοήθησε να συνειδητοποιήσω ότι είχα μια κακοποιητική μητέρα».
Το αποτέλεσμα της λεκτικής επιθετικότητας και της κακοποίησης, τείνει να μη λαμβάνεται σοβαρά και να περιθωριοποιείται στον πολιτισμό μας. Όμως η επιστήμη δεν θα μπορούσε να είναι πιο κατηγορηματική στη διαφωνία της, ειδικά όταν πρόκειται για παιδιά, για τους αναπτυσσόμενους εγκεφάλους τους και για τα μόνιμα αποτελέσματα της λεκτικής κακοποίησης.
Η λεκτική κακοποίηση αλλάζει τον αναπτυσσόμενο εγκέφαλο
Μια μελέτη της Akemi Tomado επισημαίνει την κυριολεκτική δομική αλλαγή της φαιάς ουσίας του εγκεφάλου με την παρουσία λεκτικής κακοποίησης χωρίς να αποδεικνύει την αιτιώδη συνάφεια. Χάρη στην απεικόνιση με μαγνητική τομογραφία, το ερώτημα του αν η λεκτική κακοποίηση αλλάζει τη λειτουργία του εγκεφάλου, δεν τίθεται πλέον υπό αμφισβήτηση: Γνωρίζουμε ότι η κακοποίηση αφήνει πίσω της μια συγκεκριμένη κληρονομιά.
Εάν θέλετε να πάρετε μια αίσθηση του πώς η κακοποίηση επηρεάζει τη ζωή ενός ατόμου, την εικόνα του εαυτού του και τις διαδικασίες σκέψης μακροπρόθεσμα, φανταστείτε να ρίχνετε μια πέτρα πάνω στο νερό και στη συνέχεια να παρακολουθήσετε τους κυματισμούς που σχηματίζει. Υπάρχει το άμεσο αποτέλεσμα της λεκτικής κακοποίησης, που προκαλεί βαθύ συναισθηματικό πόνο. Στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτό είναι ένα καθιερωμένο πρότυπο επαναλαμβανόμενης συμπεριφοράς, έτσι εκτός από τον κύκλο του πόνου, το παιδί αναπτύσσει επίσης μηχανισμούς αντιμετώπισης, πολλοί από τους οποίους είναι ακατάλληλοι.
Η αυτοκριτική, είναι μία συνήθεια του μυαλού που αποδίδει κάθε σφάλμα ή αποτυχία σε βαθιές ατέλειες στο χαρακτήρα, οδηγώντας κάποιον να σκεφτεί: «Απέτυχα γιατί είμαι πολύ ηλίθιος και άχρηστος για να κάνω οτιδήποτε άλλο»,ή «Δεν με εκπλήσει που έφυγε. Ποιος θα μπορούσε να με αγαπήσει αληθινά;».
Λεκτική κακοποίηση και οικογενειακή δυναμική
Η λεκτική κακοποίηση και η επιθετικότητα δεν μένει στο κενό: δηλητηριάζει το οικογενειακό πηγάδι και τις πηγές που το τροφοδοτούν. Οι ενήλικες που υπέστησαν λεκτική κακοποίηση κατά την παιδική ηλικία, λένε συχνά ιστορίες σχετικά με τα αδέλφια που τους εκφόβιζαν ή τους μετέτρεπαν σε εξιλαστήρια θύματα. Περιγράφουν πατέρες που στέκονταν δίπλα και δεν έλεγαν τίποτα, καθώς οι μητέρες τους περιθωριοποιούσαν επανειλημμένα και τους απομάκρυναν.
Ένας γονέας που θέλει να έχει τον έλεγχο, χρησιμοποιεί συχνά τη λεκτική κακοποίηση απέναντι σε ένα παιδί ως τρόπο χειραγώγησης των άλλων παιδιών στην οικογένεια, τα οποία ενδέχεται να γίνουν αποδιοπομπαίοι τράγοι ή να εκφοβίζουν το συγκεκριμένο παιδί για να προστατευθούν από τη λεκτική επίθεση, να αισθάνονται καλά ή να προσπαθούν να κερδίσουν την εύνοια των γονέων τους. Αυτό μπορεί να συμβεί με μια μητέρα, με ένα πατέρα ή και με τους δύο.
Όταν η λεκτική κακοποίηση συνδυάζεται με την χειραγώγηση, όταν κάτι λέγεται και στη συνέχεια ο γονέας το παίρνει πίσω, αναγκάζοντας το παιδί να εξετάσει αν έχει αντίληψη της πραγματικότητας ή μπορεί να είναι τόσο «τρελό» όσο λέει ο γονέας, τότε ο αντίκτυπος είναι εξαιρετικά τοξικός και υπονομευτικός.
Ανακάμπτοντας από τη παιδική λεκτική κακοποίηση στην ενηλικίωση
Το πρώτο βήμα για τη θεραπεία από τη λεκτική κακοποίηση είναι η αναγνώριση ότι η κακοποίηση έχει υπάρξει. Αυτό είναι συχνά δύσκολο για πολλούς λόγους, συμπεριλαμβανομένης της «ομαλοποίησης» της οικογένειας: της εξακολούθησης της επιθυμίας για σύνδεση με τον γονέα ή τους γονείς, την αποδοχή της πολιτισμικής αντίληψης ότι η λεκτική κακοποίηση δεν είναι πραγματικά διαβρωτική κι άλλα. Τα καλά νέα είναι ότι με την ψυχοθεραπεία και την υποστήριξη, αυτός ο φαύλος κύκλος μπορεί να διακοπεί και να αντικατασταθεί όχι μόνο με ένα πιο επιβεβαιωτικό μήνυμα, αλλά – επιτέλους – με ένα που τελικά αντικατοπτρίζει το ποιοι είστε.
Το διαβάσαμε: https://www.psychologynow.gr/
Σχολιάστε